Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

“Σήμερα έκανα το τελευταίο μου μάθημα” – Επιστολή Ισπανού δασκάλου

Μετά από περισσότερα από 35 χρόνια υπηρεσίας στη δημόσια εκπαίδευση, σήμερα έκανα το τελευταίο μου μάθημα. Συνταξιοδοτούμαι. Δεν είχα σκοπό να το κάνω, αλλά με αναγκάζουν οι καταστάσεις, ας το πούμε έτσι. Θα μπορούσα να πω ότι η αιτία είστε εσείς, αλλά θα ήταν αρκετά απλό και επιπλέον θα βρίσκατε αρκετούς λόγους για να δικαιολογηθείτε, καθώς δεν αντιλαμβάνεστε καθόλου όσα συμβαίνουν στο χώρο της εκπαίδευσης. Είστε εσείς που υποβάλλετε τη δημόσια εκπαίδευση σε μία σταδιακή υποβάθμιση και οδηγείτε τους εκπαιδευτικούς στο να υιοθετήσουν αμυντική στάση, κάτι που δεν θα είχε νόημα σε μία χώρα που πίστευε ότι στην εκπαίδευση βρίσκεται το μέλλον των πολιτών της και όχι οι μελλοντικοί καταναλωτές.
 
Έκανα το τελευταίο μου μάθημα και ήδη μου λείπουν οι μαθητές μου και οι συνάδελφοί μου. Ανάμεσα στις ευκαιρίες που μου δόθηκαν ξεκινώντας τον εργασιακό μου βίο διάλεξα αυτή που ήταν πιο κοντά στις επιθυμίες μου και τα όνειρα που είχα όντας νέος. Βρέθηκα σε έναν κόσμο όπου η συνεργασία μου προκαλούσε μεγαλύτερη ικανοποίηση από τον ανταγωνισμό. Ομολογώ ότι ποτέ δεν επιθύμησα να είμαι ανταγωνιστικός, αλλά κατάλληλος, δεν προσπάθησα να είμαι ο καλύτερος αλλά καλύτερος, για να επιτύχω αυτό που κατά βάθος όλοι αναζητούν περισσότερο από χρηματικές ανταμοιβές ή βραβεία και διακρίσεις, την ικανοποίηση να μπορούμε να κάνουμε αυτό που μας ικανοποιεί, μας αρέσει, μας κάνει να αισθανόμαστε χρήσιμοι και σημαντικοί. Δεν νιώθω ντροπή επειδή ήμουν δάσκαλος ή δημόσιος υπάλληλος, το αντίθετο, αισθάνομαι υπερήφανος. Αυτή η υπερηφάνεια, κα Figar, δεν οφείλεται στα προνόμια στα οποία αναφέρεται κάποιος συνεργάτης σας στην κυβέρνηση. Πριν ένα χρόνο, όταν προκαλέσατε τις μεγαλύτερες περικοπές που υπέστη η δημόσια εκπαίδευση της Μαδρίτης, ο κος Beteta δήλωσε ότι ήταν μία προσπάθεια να μπει ένα τέλος στα προνόμια, ότι δουλεύουμε λίγο, ότι οφείλουμε να αποδεχτούμε τις περικοπές για το συμφέρον των υπολοίπων, κλπ.
 
Δεν αντιλαμβάνεστε τίποτα.
 
Το μεγαλύτερο προνόμιο ενός δασκάλου είναι που επικοινωνεί με τους μαθητές του, τους μεταφέρει τον πολιτισμό του, τους δίνει το καλύτερο εαυτό του, υπηρετεί με εντιμότητα ένα από τα παλαιότερα επαγγέλματα του κόσμου. Η στιγμή που ένα ανθρωποειδές προσπάθησε να εκπαιδεύσει ένα άλλο, να του μεταδώσει πολιτισμό αποτελεί το σημείο καμπής για την εξέλιξή στο ανθρώπινο είδος. Εσείς δεν το βλέπετε έτσι. Δε γνωρίζετε και, πράγμα που είναι και το χειρότερο, δε μπορείτε να το αντιληφθείτε, αυτό που αισθάνεται ο δάσκαλος όταν κάποιοι μαθητές συνεχίζουν να σχολιάζουν το θέμα που συζήτησαν στην τάξη μετά τη λήξη του μαθήματος, επειδή τους έχει διεγείρει το ενδιαφέρον. Δεν αντιλαμβάνεστε την αίσθηση που προκαλεί σε ένα δάσκαλο η ερευνητική ματιά ενός μαθητή που σκέφτεται και προσπαθεί να καταλάβει αυτό που του έχει παρουσιαστεί, που ανακαλύπτει από μόνος του κάτι σχετικό με τον ίδιο ή με τον κόσμο που τον περιβάλλει.
 
Μιλάτε μόνο για τον πολιτισμό της προσπάθειας: θα ήταν πιο χρήσιμο να προσπαθούσατε περισσότερο για τον πολιτισμό! Σας απασχολεί μόνο να επιλέγετε μαθητές για την επίτευξη του πολύ παράξενου για μένα στόχου που λέγεται ‘αριστεία’. Η αριστεία σας μου θυμίζει άλλες εποχές, ελπίζω οριστικά περασμένες. Επιθυμείτε να επιλέγετε άριστους ανταγωνιστικούς ηγέτες που θα καταφέρουν να αποσπάσουν από τις θυσίες των άλλων πολιτών την απαραίτητη αποδοτικότητα ώστε η χώρα να γίνεται συνέχεια περισσότερο ανταγωνιστική σε αυτή την βάρβαρη οικονομία της αγοράς. Υποκρίνεστε ότι προετοιμάζετε τους πολίτες για την αγορά και όχι για τη ζωή. Δε σας ενδιαφέρει τίποτα περισσότερο από το να τους ταξινομήσετε με διαδικασίες επιλογής και να τους προσφέρετε στην αγορά για να αποδώσουν το μέγιστο κέρδος. Θα είναι πολύ λίγοι αυτοί που θα ξεχωρίσουν, ‘οι άριστοι’, κάποιοι περισσότεροι που θα χειρίζονται τα μέσα παραγωγής και θα αποτελέσουν μία μεσαία τάξη και η πλειοψηφία θα αποτελέσει το εργατικό χέρι που θα γίνεται περισσότερο ανταγωνιστικό όσο περισσότερο χειραγωγημένο είναι. Με τέτοιους στόχους οι οικονομικοί οργανισμοί, και όχι οι πολιτισμικοί, δημοσιεύουν στοιχεία, όπως αυτά της PISA και τα χρησιμοποιούν για να κατατάξουν τις χώρες με κριτήρια κάποιους εκπαιδευτικούς στόχους που έχουν διατυπώσει βάσει των συμφερόντων τους. Κι εσείς με τη σειρά σας χρησιμοποιείτε αυτά τα στοιχεία για να επιτεθείτε σε ένα σύστημα που εκτός των άλλων έχει μορφώσει την καλύτερη γενιά στην ιστορία της Ισπανίας, ικανή να στελεχώσει οποιοδήποτε τομέα, ακόμα και θέσεις σχετικές με την οικονομία: την εργασία και τη δημιουργικότητα. Πολλοί πτυχιούχοι είναι αναγκασμένοι να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες. Δεν σας ενδιαφέρουν πολίτες μορφωμένοι και με κριτική σκέψη, αλλά αποτελεσματικοί υπάλληλοι. Η παιδεία είναι δικαίωμα και όχι επένδυση. Αλλά αυτό εσείς δεν το καταλαβαίνετε.
 
Οι άνισες ευκαιρίες αρχίζουν από τον τόπο και την οικογένεια στην οποία κάποιος γεννιέται. Είναι πολύ δύσκολο οι έφηβοι που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα να επιτύχουν υψηλούς στόχους, καθώς το σημείο αφετηρίας τους βρίσκεται πολύ μακριά από αυτούς. Γι αυτό είναι απαραίτητο να καταβάλουμε τη μεγαλύτερη προσπάθεια προς χάρη της ισορροπίας και όχι της επιλογής.
 
Υπάρχουν και άλλοι στοιχεία που δεν αξιολογούνται από τις ανταγωνιστικές διαδικασίες. Έχετε ασχοληθεί με τη δουλειά που γίνεται στα δημόσια σχολεία και που αφορά στην ενσωμάτωση μεγάλου ποσοστού των μεταναστών που φτάνουν στη χώρα μας; Γνωρίζετε ότι περισσότερο από το 90ο/ο του πληθυσμού του περιθωρίου βγαίνει από αυτό χάρη στην προσπάθεια πολλών δασκάλων που με επίμονη δουλειά, σχεδόν χωρίς καμιά υποστήριξη ή αναγνώριση, εξομαλύνουν την αντίθεση μεταξύ των δικαιωμάτων όσων είναι περισσότερο ενταγμένοι και όσων προσπαθούν να ενταχθούν; Γνωρίζετε πόσο δύσκολο είναι να κατορθώσεις να δώσεις ελπίδα σε νέους που προέρχονται από καταστάσεις που θα σας προκαλούσαν τρόμο αν τις γνωρίζατε; Γνωρίζετε την κατάσταση στην περιφέρεια των μεγάλων πόλεων όπου η μόνη ελπίδα για τους νέους για να ξεφύγουν από τη μιζέρια είναι το πολιτιστικό κέντρο της γειτονιάς τους;
 
Τα δημόσια σχολεία ήταν κέντρα πολιτισμού με δασκάλους που διέτρεχαν όλες τις περιοχές της παγκόσμιας γνώσης.
 
 
 
Αν υποθέσουμε ότι επιθυμείτε να μετατρέψετε το Πανεπιστήμιο σε χώρο παροχής εξειδικευμένης εκπαίδευσης για την απόκτηση δεξιοτήτων απαραίτητων για την αγορά και τα σχολεία της δευτεροβάθμιας σε οργανισμούς επιλογής προσωπικού, πού θα εκχωρήσετε το δικαίωμα της παροχής ουσιαστικής, σφαιρικής μόρφωσης για όλους τους πολίτες; Επαναλαμβάνω, η μόρφωση είναι δικαίωμα και όχι επένδυση. Έχει πει ένας ποιητής και δάσκαλος ότι ‘κάθε ανόητος μπερδεύει την αξία με την τιμή’.
 
Πράγματι οι δάσκαλοι είμαστε προνομιούχοι, νιώθουμε πιο ευτυχισμένοι με το να μοιραζόμαστε από το να ανταγωνιζόμαστε. Αλλά εσείς ποτέ δε θα καταλάβετε άλλο κίνητρο από τον ανταγωνισμό και την οικονομική αποτελεσματικότητα και ούτε που θα σκεφτείτε ότι υπάρχουν άνθρωποι που οι επιθυμίες τους και τα κίνητρά τους είναι διαφορετικά από τα δικά σας.
 
Δε θα αποφάσιζα να συνταξιοδοτηθώ αν τα πράγματα ήταν όπως πριν από κάποια χρόνια. Αισθανόμουν πια φόβο ότι θα χάσω το κέφι μου και ότι θα εξαντληθώ μέχρι να απαρνηθώ το επάγγελμα που με έκανε τόσο ευτυχισμένο. Δε φεύγω επειδή θέλω να αφήσω τους αγαπημένους μου μαθητές ή τους συναδέλφους μου με τους οποίους απολαμβάνουμε αμοιβαία εκτίμηση. Καταλαβαίνετε ότι κάποιος επιδιώκει πρωτίστως το συναίσθημα από το προνόμιο; Εσείς μας υποτιμάτε διαρκώς και είναι δύσκολο να αντέξουμε αυτό που θα φέρει η ‘ανταγωνιστικότητά’ σας.
 
Σήμερα είπα στους μαθητές μου ότι υπάρχει η πιθανότητα να τους πάρουν τα χρήματα ή τα καταναλωτικά αγαθά, αλλά ποτέ δε θα μπορέσουν να τους κλέψουν τη γνώση, την κουλτούρα τους, ούτε και να τους τις περικόψουν. Τους ενθάρρυνα να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους. Τους ευχήθηκα καλή επιτυχία για να επιτύχουν να εργαστούν ή να αναπτύξουν ένα επάγγελμα που τους ευχαριστεί και τους κάνει περισσότερο ευτυχείς. Να εργάζονται και να συνεργάζονται με ευγενή άμιλλα και όχι ανταγωνιστικά. Τότε θα απολαύσουν περισσότερα και θα αποζημιωθούν καλύτερα, όπως έχω διαπιστώσει επικοινωνώντας με δύο γενιές πολιτών, που ήταν μαθητές μου.
 
Σήμερα έκανα το τελευταίο μου μάθημα, αλλά φοβάμαι ότι εσείς δεν έχετε καταλάβει τίποτα.
 
Carlos Pulido Bordallo
Μαδρίτη, 28-11-2012
 

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Η ψυχωφελής διαδρομή

ΜΝΗΜΗ ΜΙΜΗ ΣΟΥΛΙΩΤΗ (1949-2012)
«Χθες το απόγευμα μια παρέα από εργάτες ανέβαιναν ήσυχα την οδό Μοντέρα, όταν διέκριναν δυο παπάδες να κατεβαίνουν τον ίδιο δρόμο από την άλλη πλευρά. Μπρος σ’ αυτή την πρόκληση…»
Λουίς Μπουνιουέλ, «Η τελευταία πνοή»

του Μανόλη Σαββίδη
souliotis 1Ο Μίμης Σουλιώτης αναπαύεται σε ένα φρεσκοσκαμμένο μνήμα στο νέο νεκροταφείο της Φλώρινας, ανάμεσα στην πόλη και τα Βιτώλια, με πλάτη στον Βαρνούντα και με πανοραμική θέα στον κάμπο της Λυγκηστικής και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Η γαλήνη και ένα λεπτό στρώμα χιονιού σκεπάζουν τα πάντα.
Αυτή η ωραία εικών είναι φυσικά πλασματική, και αποσκοπεί στην χειραγώγηση των συναισθημάτων (τα πραγματικά της στοιχεία κάνουν απλώς την απάτη πειστικότερη). Ο Σουλιώτης δεν αναπαύεται πουθενά γιατί πέθανε στην εντατική του «Κυανού Σταυρού» της Θεσσαλονίκης τα ξημερώματα της 27ης Νοεμβρίου 2012. Η σορός του κηδεύτηκε την επομένη σύμφωνα με τα έθιμα της πατρίδας που είχε επιλέξει, μπήκε στο κιβούρι και σκεπάστηκε από χώμα.
Η Φλώρινα δεν είναι η πιο φιλόξενη πόλη των Βαλκανίων. Το κρύο τους περισσότερους μήνες του χρόνου είναι ψηλαφητό και οδηγεί τους ιθαγενείς σε αμυντική στάση προς τη φύση και τη ζωή, ενώ παραδοσιακά οι εχθροί της ορθοδοξίας και του έθνους ελλοχεύουν και οι Φλωρινιώτες γρηγορούν. Οι ξένοι αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα (και δικαίως) γιατί ποιος λογικός άνθρωπος θα πήγαινε να μείνει σε αυτήν την πόλη αν δεν ήταν από εκεί;
Το ιδιαίτερο τυπικό της Φλώρινας είχε και νεκρική μπάντα του δήμου και ατέρμονες επικήδειους στη μητρόπολη — ο μακαρίτης ήταν καθηγητής στο τοπικό Πανεπιστήμιο, και η ιδιότητα αυτή έχει την κοινωνική αναγνώριση και τα άτυπα προνόμιά της. (Θυμάμαι την ευχάριστη κατάπληξη του πατέρα μου όταν έγινε καθηγητής Πανεπιστημίου και οι τελωνειακοί στο Ελληνικό έπαψαν να του ψαχουλεύουν τη βαλίτσα όποτε ερχόταν από το εξωτερικό).
Η έκπληξη στην κηδεία του Σουλιώτη ήταν ο ακροτελεύτιος επικήδειος, τον οποίο εξεφώνησε από στήθους ο πατήρ Νικηφόρος. Πήρε το μικρόφωνο με την άνεση ενός Λευτέρη Πανταζή στο «Διογένης Παλάς» και μας εξιστόρησε μιαν ηθικοπλαστική παραμυθία, σύμφωνα με την οποία ο Σουλιώτης στην εντατική έγινε αθλητής του Χριστού, και αυτό ήταν «το καλλίτερο ποίημα» του Μίμη Σουλιώτη. Όλοι συγκινηθήκαμε — εγώ ανατρίχιασα.
Όσοι ξέραμε τον Μίμη δεν περιμέναμε κανέναν παπά να μας πει αν ήταν Χριστιανός ο Σουλιώτης ή όχι, και πώς. Τον μακαρίτη τον διεκδίκησε εργολαβικά ο παπάς, όπως τον διεκδίκησαν και θα τον διεκδικήσουν και άλλοι, ο καθένας για δικούς του λόγους — πολιτικούς, λογοτεχνικούς, οικονομικούς, προσωπικούς και πάει λέγοντας. Όμως ο Μίμης δεν ήταν ενταγμένος πουθενά, ανήκε στον εαυτό του που ήταν ανοιχτός και ποικίλος. Ο καθένας θα καταθέσει την δική του εικόνα για τον Σουλιώτη, αλλά ακόμη και αν είναι πραγματική θα είναι μερική, και τσουρούτικη.
Από την πλευρά μου μπορώ να μαρτυρήσω ολίγιστα πράγματα για τον φίλο μου — κυρίως ότι ο Μίμης προσδιόρισε ο ίδιος τον εαυτό του και όρισε τη διαδρομή του, και ότι τελικά κέρδισε το παιχνίδι της ζωής. Εξηγούμαι.
Η διαδρομή του Μίμη ξεκίνησε παραμονή Χριστουγέννων 1949 στην Αθήνα. Οι γονείς του χώρισαν νωρίς, και μετακόμισε με τη μητέρα του βορειοδυτικά, στη γενέτειρά της Φλώρινα. Μεγάλωσε δίχως τον πατέρα του (σπανίως μιλούσε για αυτόν) και σε συναισθηματική διάσταση με την μητέρα του (αντιγράφω από ένα πρώιμο αυτοβιογραφικό πεζό: «Κι άκουγα ακόμα πως όλα μου τα προτερήματα είταν δικά της, σα να μου τα είχε δανείσει μόλις γεννήθηκα, με τον όρο να της τα επιστρέφω όποτε θυμώνει»).
Αυτός ο αμήχανος νέος, ξένος στην πόλη και το σπίτι του, άρχισε να βρίσκει τον εαυτό του στη Θεσσαλονίκη, όπου γνώρισε τον κόσμο, σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο και συμμετείχε στην έκδοση του θρυλικού περιοδικού Τραμ. Έδειξε στίχους του στον Γιώργο Ζαμπέτα (που τον ενεθάρρυνε να συνεχίσει) και παρέθεσε οκταποδαπίλαφον στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Έκανε μεταπτυχιακά στη Βουδαπέστη και στα Γιάννενα, επέστρεψε στη Φλώρινα όπου και παρέμεινε, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια, έβγαλε εφημερίδα,  διετέλεσε βιβλιοθηκάριος, εκδότης περιοδικών, φιλολογικός επιμελητής και καθηγητής.
Ο Σουλιώτης έχτισε το δικό του σπίτι στην άκρη της πόλης, στην άλλη όχθη του Σακουλέβα, Καπετάν Φούφα Παπαδά και Εθνομάρτυρος Αιμιλιανού γωνία. Δούλεψε για το καλό του τόπου του στήνοντας και βοηθώντας θεσμούς και ανθρώπινες σχέσεις, με αθόρυβη μεθοδικότητα και συνέπεια. Ήταν ο καλύτερος πρέσβυς της Μακεδονίας στον υπόλοιπο κόσμο αλλά και στο εσωτερικό της.
Η μεγάλη χαρά του ήταν η οικογένειά του (απέδειξε στον εαυτό του ότι μπορούσε να καταφέρει αυτό που δεν ευτύχησε να ζήσει ως παιδί), και όταν τα παιδιά του μεγάλωσαν και σκόρπισαν, οι φοιτητές του έγιναν η αναπληρωματική του οικογένεια. Η άλλη του χαρά ήταν η ποίηση, που δεν ήταν άσχετη με την δοκιμασία των ιδεών και των λέξεων και τα λογοπαίγνια που ήταν μέρος της καθημερινότητάς του. Αυτή η βιωματική ποίηση, αγκαλά και εξελίχτηκε στο χρόνο, παρέμεινε σταθερά αναγνωρίσιμη γιατί ο Μίμης είχε το δικό του στυλ: δεν το έπαιζε ποιητής, ήταν ποιητής.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια ο Μίμης κι εγώ ήμασταν φίλοι. Ήσαν πολλά αυτά που μας ένωναν: ήμασταν και οι δύο παιδιά του Γ.Π. Σαββίδη, και μεγαλώσαμε μαζί όταν ορφανέψαμε. Μαζί κάναμε βιβλία, κουβέντες, φαγητά, μεθύσια, απαγγελίες, ομιλίες, μονόφυλλα, ταξίδια. Αγαπούσαμε φανατικά τα ίδια πράγματα, όπως το ποδόσφαιρο και τον Μποστ, συχνά εις βάρος κάποιων άλλων: αγαπούσαμε λ.χ. τον Καβάφη παρά τον Παλαμά, τον Μάρκο παρά τον Τσιτσάνη, τον Μπαχ παρά τον Μότσαρτ, τον Μαραντόνα παρά τον Πελέ, το τσίπουρο παρά το ουίσκυ. Είχαμε το ίδιο σύστημα ηθών και αξιών, κι αν διαφωνούσαμε δεν έτρεχε και τίποτα — κι αυτό δεν το βρίσκεις συχνά στη ζωή.
Κάθε καλοκαίρι, μεσούντος του Αυγούστου, ο Μίμης ακολουθούσε αντίστροφη διαδρομή και κατηφόριζε νοτιοανατολικά, για να παραθερίσει λίγο ως τουρίστας στη γενέτειρά του, όπου τον φιλοξενούσα. Ξαναδιαβάζοντας τώρα τα Αθηναϊκά του ποιήματα (ανέκδοτα εισέτι) βλέπω ότι σε αυτές τις ψυχωφελείς εκδρομές ο Μίμης αναζητούσε παιδικές και εφηβικές μνήμες από την πόλη και τους ανθρώπους της, από έρωτες, από τον πατέρα του. Φέτος δεν ήρθε και πήγα εγώ να τον δω τον Δεκαπενταύγουστο στην κλινική. Κάναμε σχέδια για ένα νέο, μείζον τυπογραφείο στο Πανεπιστήμιο, υποψιασμένοι και οι δύο για το μέλλον.
Τώρα το μέλλον ήρθε, και ο Μίμης Σουλιώτης αναπαύεται σε ένα φρεσκοσκαμμένο μνήμα στο νέο νεκροταφείο της Φλώρινας, ανάμεσα στην πόλη και τα Βιτώλια, με πλάτη στον Βαρνούντα και με πανοραμική θέα ανατολικά στον κάμπο της Λυγκηστικής, ως το βουνί της Μπάνιτσας. Πρέσπες δεν βλέπει, ούτε Βεγορίτιδα.
Η δική μου ψυχωφελής διαδρομή ήταν στην δυτική όχθη της Βεγορίτιδας, από τον Άγιο Παντελεήμονα προς την Άρνισσα. Όποτε πέρναγα από εκεί, γινόμουν άλλος άνθρωπος. Ο Μίμης που το ήξερε, κάθε φορά που έκανε τη διαδρομή σταματούσε για τσιγάρο και με έπαιρνε στο τηλέφωνο. Καμιά φορά ξυπνούσα το πρωί κι έβρισκα κλήση του στο κινητό, και ήξερα ότι ο φίλος μου είχε περάσει αργά τη νύχτα από εκεί, και με είχε καλέσει.

Από τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Αναζητώντας την κριτική σκέψη στην εκπαίδευση

Αν μου είχε συμβεί μόνο μια φορά, θα μπορούσα και να το διηγούμαι σαν ανέκδοτο. Δυστυχώς, πρόκειται για καθιερωμένη φαινομενολογία, τόσο που τείνει πια μάλλον να εκλαμβάνεται ως κανονικότητα, παρά να αντιμετωπίζεται ως παθογένεια...
Η σκηνή στην αίθουσα διδασκαλίας. Οι φοιτητές διαβάζουν θέματα εξετάσεων που μόλις τους έχουν δοθεί, και καλούνται να διατυπώσουν τυχόν απορίες. Κάποια στιγμή, ένας εξ αυτών (εκπροσωπώντας πιθανότατα και αρκετούς άλλους) σηκώνει το χέρι για να κάνει την εξής ερώτηση: «Στο δεύτερο θέμα, θέλετε εκείνα που γράφει το βιβλίο πάνω δεξιά όπως το κοιτάζουμε, ή αυτά που γράφει κάτω απ’ το σχήμα στην απέναντι σελίδα;»
Το μήνυμα είναι σαφές και άκρως ανησυχητικό: σε πολλούς φοιτητές (αν όχι στους περισσότερους) η «φωτογραφική» απομνημόνευση λειτουργεί ως βολικό υποκατάστατο της δημιουργικής κριτικής σκέψης. (Συχνά πειράζω τους μαθητές μου λέγοντάς τους πως ο όρος «ερώτηση κρίσης» πήρε το όνομά του από το γεγονός ότι παθαίνουν κρίση όταν τους τίθενται τέτοια ερωτήματα!) Στενά σχετιζόμενο με τα παραπάνω είναι και το φαινόμενο της πνευματικής απροθυμίας απέναντι στη νέα γνώση.
Δεν είναι λίγες οι φορές που καλούμαι να απαντήσω στις έντονες ενστάσεις των πρωτοετών μου ότι «δεν μας δίδαξαν το τάδε θέμα με τον ίδιο τρόπο στο Λύκειο». Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ποιος ο λόγος να διδάσκω (ακόμα και σε στοιχειώδες επίπεδο) τον μαθηματικό φορμαλισμό της Μηχανικής, αφού στο σχολείο διδάχθηκαν πως Φυσική και Μαθηματικά είναι δύο ξεχωριστά μαθήματα!
Είναι προφανές ότι οι σπουδαστές εισάγονται στις ανώτατες σχολές μεταφέροντας μια κεκτημένη νοοτροπία γνωστικού κατακερματισμού, με ελάχιστα ανεπτυγμένη την ικανότητα της σύνθεσης. Έτσι, η «παπαγαλία» τείνει να εκλαμβάνεται από αυτούς ως δόκιμη και φυσιολογική παιδαγωγική μέθοδος, ενώ η κριτική σκέψη θεωρείται συχνά ως πνευματική πολυτέλεια που εκτιμάται ως αρετή μόνο απ’ τους «σπασίκλες»! Γνωρίζω τις αντίξοες συνθήκες μέσα στις οποίες οι φιλότιμοι εκπαιδευτικοί των πρώτων βαθμίδων της Εκπαίδευσης αγωνίζονται να ασκήσουν το λειτούργημά τους.
Γνωρίζω ακόμα ότι οι γονείς αναλαμβάνουν όλο και λιγότερο τις ευθύνες που τους αναλογούν ως φυσικοί παιδαγωγοί. Αντιλαμβάνομαι, τέλος, ότι οι νέες γενιές εμφανίζονται σήμερα πιο δύσκολα ελέγξιμες, πιο σκληρές, πιο εγωκεντρικές. Όμως, είναι ευθύνη όλων μας να σταματήσουμε αυτή την «κρεατομηχανή» που παράγει τυποποιημένη γνώση δίχως κριτική σκέψη... Που κάνει τα παιδιά να μοιάζουν όλο και περισσότερο με τα ίδια τα κομπιούτερ που με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα χειρίζονται!
Εκτός, βέβαια, αν προσχωρήσουμε στην δαιμονική πεποίθηση ότι όλα αυτά γίνονται μεθοδευμένα, στο πλαίσιο κάποιας σκοτεινής «παγκόσμιας συνωμοσίας» που θέλει άτομα χωρίς κρίση ώστε να υποτάσσονται ευκολότερα στο «σύστημα»! Όσο κι αν μια τέτοια θεωρία θα με απενοχοποιούσε (εν μέρει, τουλάχιστον) ως εκπαιδευτικό, διαχέοντας τις ευθύνες μου σε αόρατες δυνάμεις, θα παραμείνω στη ρομαντική άποψη ότι το ανθρώπινο πνεύμα είναι ελεύθερο και αυτεξούσιο. Αρκεί να του δείξουμε, στο κρίσιμο στάδιο της αφύπνισής του, τις σωστές οδικές πινακίδες!

Κώστας Παπαχρήστου

Από το ΒΗΜΑ

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

H Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ μίλησε στο maga.gr


Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ είναι Ελληνίδα βυζαντινολόγος, ιστορικός και ακαδημαϊκός. Είναι η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος του Πανεπιστημίου 1 – Πάνθεον της Σορβόνης στην 700 ετών ιστορία του, και η πρώτη γυναίκα Πρύτανης της Ακαδημίας των Παρισίων και Καγκελάριος των Πανεπιστημίων των Παρισίων. Έχει επίσης διατελέσει Πρόεδρος του Κέντρου George Pompidou και Πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Ευρώπης. Έχουμε την εξαιρετική τιμή να φιλοξενούμε μια αποκλειστική συνέντευξη για το maga.gr.

Οι Γάλλοι μου λένε “έχετε ένα μοτέρ τέλειο, αλλά με ένα σασί…” Ευτυχώς που το μοτέρ κάτι κάνει ακόμα στα 86 μου χρόνια.
Είστε ένα σπουδαίο παράδειγμα Ελληνίδας που τα κατάφερε μακριά από την Ελλάδα. Λέγεται ότι οι Έλληνες επιστήμονες διαπρέπουν στο εξωτερικό ενώ δυσκολεύονται εντός των συνόρων.
Αυτό είναι ψέμα. Οι Έλληνες επιστήμονες διαπρέπουν στο εξωτερικό όσο και οι υπόλοιποι, γιατί μπαίνουν σε ένα κύκλωμα το οποίο διαθέτει όλα τα νέα τεχνικά μέσα. Με καθηγητάδες που τους σέβονται και δεν τους δίνουν μόνο ένα βιβλίο να διαβάσουν. Διαπρέπουν όπως και όλα τα άλλα παιδιά.
Μην ξεχνάτε ότι άλλοι λαοί έχουν κατακτήσει περισσότερα βραβεία από εμάς. Δεν μιλώ για βραβεία λογοτεχνίας, μιλώ για βραβεία επιστημονικά. Εμείς, για παράδειγμα, δεν έχουμε κανένα επιστημονικό βραβείο Νόμπελ.


Λέμε συχνά ότι η “πατρίδα τρώει τα παιδιά της”, ισχύει αυτό;
Όχι αυτό δεν ισχύει. Πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Ελλάδα έχει μία ιστορία τέτοια που επιβάλλει στους Ελληνες να είναι ναι μεν απόγονοι των ένδοξων αρχαίων, αλλά και να παραδειγματίζονται από αυτούς. Εμείς όμως, το μόνο που επιδιώκουμε είναι να είμαστε “απόγονοι” και αυτό μας αρκεί.
Δεν ρωτήσαμε ποτέ ποιός έδωσε τον ηλεκτρισμό… Δεν μπορώ να πω ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, απλώς η Ελλάδα είναι ένας μικρός τόπος, που με δυσκολία προσπαθεί να ορθοποδήσει, άρα και τα παιδιά της μαζί.



Σκεφτήκατε ποτέ να επιστρέψετε και να εργαστείτε στην Ελλάδα;

δεν θα ήμουν ούτε βοηθός πανεπιστημίου στην Ελλάδα

Ποτέ. Στο Παρίσι έχω την οικογένειά μου. Εκεί βρίσκεται όλη μου η σταδιοδρομία. Εξάλλου με τη γλώσσα που έχω και με τις αλήθειες που θέλω να λέω – και δεν μπορώ παρά να τις λέω -, δεν θα ήμουν ούτε βοηθός πανεπιστημίου στην Ελλάδα. Αν έλεγα π.χ. ότι είναι σκάνδαλο να έχουν ένα και μόνο σύγγραμμα οι φοιτητές, ποιός καθηγητής του οποίου θα είναι αυτό το σύγγραμμα, θα με ψήφιζε για να γίνω κάτι; Κανένας.
Για αυτό λέω ότι οι Έλληνες όταν βγαίνουν έξω γίνονται πραγματικά καλοί επιστήμονες. Εκεί βρίσκονται σε ένα χώρο ο οποίος είναι πρόσφορος για την επιστήμη και για την έρευνα. Εδώ δεν είναι.
Κάποτε υπήρξα πρόεδρος της επιτροπής Ηθικής για τις Επιστήμες. Με ρωτούσαν οι Έλληνες δημοσιογράφοι, “μα γιατί κυρία Αρβελέρ δεν υπάρχει εδώ μία επιτροπή τέτοιου είδους;” και τους απαντούσα “υπάρχει επιστήμη;” – πρώτον -, μετά σταματάω και λέω “υπάρχει ηθική;”. Μπορεί να μην είναι αλήθεια, αλλά ήταν μία ατάκα σε δημοσιογράφους οι οποίοι με ενοχλούσαν.

Οι Έλληνες θεωρούν ότι πρέπει οπωσδήποτε τα παιδιά τους να πάρουν ένα πτυχίο. Ίσως έχετε ενημερωθεί ότι προτάθηκε πρόσφατα να αποτελεί και αυτό ακόμη το πτυχίο τεκμήριο για την εφορία. Από την άλλη βλέπουμε ότι οι πτυχιούχοι καταλήγουν άνεργοι.


αν αρχίσουν τα παιδιά και απεμπολούν τις επιθυμίες τους, θα γίνουν βλάκες
Αυτή η κατάσταση που περιγράφετε δεν είναι καινούρια. Στο τέλος του 19ου αιώνα ο Άμποτ, ο οποίος ήταν φίλος της Ελλάδας, έγραψε ότι οι Έλληνες έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό σε σπουδαγμένους ανθρώπους που σπάνε χαλίκια στους δρόμους. Αυτό λοιπόν είναι παλιό φαινόμενο και ίσως φανερώνει αυτή την προσήλωση του Έλληνα στο καλύτερο, το οποίο είναι εφικτό μέσα από τη γνώση.
Αν μας μένει κάτι από την αρχαιότητα, είναι αυτή η προσκόλληση στο “γιατί” και στο να απαντάμε σε αυτό το “γιατί”. Αυτό αποτελεί την βάση για την προώθηση μίας γνώσης, επιστημονικής και όχι μόνο. Επομένως, είναι η καθημερινότητά μας. Ωστόσο το πανεπιστήμιο δεν δίνει επαγγελματικά εφόδια για να μπορέσουν αυτοί οι οποίοι έχουν τελειώσει τις σπουδές τους να τύχουν της ανάλογης επαγγελματικής αποκατάστασης. Για αυτό δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη βλακεία από το να παίρνουν φόρους από αυτούς τους ανθρώπους.
Ήμουν στο πανεπιστήμιο την εποχή που εισάγονταν 30 κορίτσια και 60 αγόρια, στο φιλολογικό ή στο αρχαιολογικό τμήμα, καθώς δεν υπήρχαν και άλλα. Στο φιλολογικό πήγαιναν όσοι ήθελαν να δουλέψουν κτλ. Στο αρχαιολογικό είχαμε φτάσει πολλοί λίγοι, καμιά εικοσαριά, και εκεί υπήρχαν όλα τα μεγάλα ονόματα. Όσοι ήταν γόνοι επιφανών αθηναϊκών οικογενειών ήταν στο αρχαιολογικό τμήμα, όπου ήμουν και εγώ. Λοιπόν, μου λέει μία μέρα ένας καθηγητής μου, ο μεγάλος αρχαιολόγος Οικονόμου, “βρε Γλύκατζη όλες ετούτες εδώ δεν έχουν ανάγκη να δουλέψουν. Αρχαιολόγος δεν μπορείς να γίνεις μέσα στις λάσπες, δεν πήγες στο φιλολογικό για να διδάξεις, τι θα απογίνεις;” Και απαντώ “κύριε καθηγητά, εγώ στη ζωή μου θα κάνω αυτό που θέλω να κάνω και για να επιβιώσω θα πουλώ λεμόνια στους δρόμους της Αθήνας”.
Στα παιδιά δεν μπορείς να πεις τίποτα άλλο από το να κάνουν αυτό που θέλουν, γιατί αν αρχίσουν και απεμπολούν τις επιθυμίες τους, το τι θέλουν να κάνουν από τα είκοσί τους χρόνια τους, θα γίνουν βλάκες και όλα τα -άκες που λένε στην Ελλάδα.

Πάνω σε αυτό που λέτε, έχετε δηλώσει ότι “όταν είσαι είκοσι χρονών τα βλέπεις όλα στραβά, γιατί αν τα δεις ίσια δεν θα έχεις κάτι να φτιάξεις”.

το να κάνεις κάτι με διαφορετικό τρόπο αποτελεί ένα προνόμιο
Αν είσαι νέος και δεν έχεις τίποτα να αλλάξεις, τότε τι θα συμβεί;
Μου λένε για παράδειγμα για τη ζωγραφική, ότι “αυτός είναι μεγάλος ζωγράφος και ζωγραφίζει ωραία πράγματα όπως ακριβώς τα κάνει η ίδια η φύση”. Εγώ λέω όχι! Αυτός είναι μικρός ζωγράφος, γιατί από τη στιγμή που υπάρχει η φωτογραφία δεν έχουμε πια ανάγκη από έναν ζωγράφο που μιμείται τη φύση. Πρέπει και η τέχνη να πηγαίνει κάπου αλλού. Πάντα κάπου αλλού. Και αυτό το “κάπου αλλού” ισχύει και για τη γνώση και για τον τρόπο ζωής και για όλα.
Λοιπόν, αν δεν είσαι έτοιμος να πας κάπου αλλού, τότε έχεις γεράσει. Αυτό το “αλλού” είναι που οι νέοι δεν πρέπει να ξεχάσουν ποτέ, και όταν λέω το “αλλού” δεν το λέω μόνο τοπικά και γεωγραφικά. Το να κάνεις κάτι με διαφορετικό τρόπο αποτελεί ένα προνόμιο, ένα νεανικό προνόμιο, και αυτό δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνούν οι νέοι.

1984, Παρίσι 1 - Σορβόνη



Eίχαμε πρόσφατα την τύχη να φιλοξενήσουμε στο maga.gr μια συνέντευξη με τον διάσημο σκηνοθέτη Amos Gitai, ο οποίος είχε συνυπογράψει με άλλες διεθνείς προσωπικότητες τη δημόσια επιστολή “Είμαστε όλοι Έλληνες Εβραίοι”, που σκοπό είχε να καταδείξει το φαινόμενο του ρατσισμού στην Ελλάδα. Πώς νιώθετε εσείς;


αν είσαι ρατσιστής, έχεις χάσει την πρώτη ταυτότητά σου, την ανθρώπινη
Τον Μάη του ’68 που έγιναν οι μεγάλες αναστατώσεις στα πανεπιστήμια ήμουν καθηγήτρια. Περισσότερα από 45.000 παιδιά διαδήλωναν με το σύνθημα “Είμαστε όλοι Γερμανοί Εβραίοι”, γιατί είχε ειπωθεί για τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, “αυτός δεν είναι Γάλλος, είναι Εβραίος και Γερμανός”. Ξέρετε, δεν υπάρχει μόνο Ελληνική ταυτότητα. Υπάρχει πρώτα η πανανθρώπινη ταυτότητα και μετά έρχεται η εθνική ταυτότητα.
Αυτή την πανανθρώπινη ταυτότητα οι Έλληνες δεν μπορούν ακόμη να την αντιληφθούν. Δεν θέλω να πω ότι ποτέ δεν θα θελήσουν να την δουν, αλλά δεν θέλουν να την δουν ακόμη. Τι είσαι; Είσαι άνθρωπος; Γιατί αν είσαι ρατσιστής, έχεις χάσει την πρώτη ταυτότητά σου, την ανθρώπινη!
Φαίνεται ότι ακόμη είμαστε όλοι εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Κι όμως, η παγκοσμιοποίηση έχει και ένα καλό, ότι δεν υπάρχει πια “ξένος”. Όταν συζούμε μέσα στο παγκόσμιο χωριό, είμαστε όλοι το ίδιο. Η παγκοσμιοποίηση σε κάνει να μην είσαι ρατσιστής, γιατί αν είσαι ρατσιστής δεν ανήκεις στο παγκόσμιο χωριό.
Έχετε μελετήσει όσο ελάχιστοι το Βυζάντιο, ένα μοντέλο πολυπολιτισμικότητας. Σας ενοχλεί που η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα φαίνεται να χρησιμοποιεί την Ελληνικότητα για να γίνει δημοφιλής;



να φτάνει μια οργάνωση να ξηλώνει πάγκους και να διώχνει κουλουρτζήδες, αυτά είναι αστεία πράγματα
Το Βυζάντιο ήταν πολυεθνικό όπως όλες οι αυτοκρατορίες. Δεν υπάρχει αυτοκρατορία που να μην υπήρξε πολυεθνική. Αυτό είναι κανόνας και πραγματικότητα. Άλλο Βυζάντιο και άλλο Ελλαδίτσα. Η “Ελληνικότητα” είναι όρος που πρώτος νομίζω ότι χρησιμοποίησε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στον διάλογό του με τον Σεφέρη. Τι θα πει ελληνικότητα;
Η Ελληνοσύνη κατά κάποιον τρόπο είναι μία απάντηση στην Ρωμιοσύνη. Δηλαδή, η Ρωμιοσύνη αποτελεί Βυζαντινή συνέχεια, στην οποία όλη η παράδοση, είτε αναφερόμαστε στην ορθοδοξία είτε στην ελληνογλωσσία, είτε ακόμη ακόμη στις παροιμίες και στα τραγούδια κτλ. έχουν συγκεκριμένη καταβολή. Εμείς αφήσαμε το Ρωμιός και πήραμε το Έλλην, γιατί η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν απελευθέρωσε την κοιτίδα του γένους, την Πόλη. Αν βγάλεις την Πόλη, η ιστορία, δεν έχει έρεισμα, συνέχεια. Οπότε κάναμε το πήδημα, βάλαμε όλο το Βυζάντιο σε μια παρένθεση και κάναμε τον Περικλή τον άμεσο πρόγονό μας.
Η Αθήνα ένα λασποχώρι 8.000 σπιτιών, γίνεται το 1830 πρωτεύουσα – γιατί δεν μπορούσαμε να πούμε πρωτεύουσα την Πόλη. Έτσι πάθαμε τη μεγάλη σχιζοφρένεια. Να πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο και να μαθαίνουν Όμηρο και Αντιγόνη, – άσχετα αν κανένας δεν μπορούσε να διαβάσει Όμηρο και Αντιγόνη -, αλλά και Θουκυδίδη και Ξενοφώντα. Και από την άλλη, γυρνούσαν στο σπίτι και ακούγαν “Παναγιώτης” ο μπαμπάς, “Μαρία” η μάνα και βλέπαν και το εικονοστάσι με όλες τις εικόνες αλλά δεν ξέραν τίποτα ούτε για τον Προκόπιο, ούτε για την Άννα Κομνηνή, ούτε για την Ατταλειάτη, για τον Ζωναρά, κ.α. Από τους Βυζαντινούς δεν γνώριζαν τίποτα. Ακόμη και για τον Αγιο Βασίλειο, τον Μέγα Βασίλειο, το μόνο που μαθαίναμε ήταν τα περί της παιδείας του. Η ρήξη της Ελληνικής συνέχειας τελέστηκε από το ίδιο το κράτος.


Έχουμε κάνει λοιπόν μία μεγάλη σύγχυση των πραγμάτων, της καθημερινότητας από τη μία μεριά, της παράδοσης και της ιστορίας από την άλλη. Η ιστορία είναι αυτό που λέμε, αυτογνωσία. Η παράδοση θα έπρεπε να είναι το στοιχείο που μας στηρίζει καθημερινά.
Στην καθημερινότητά μου όμως πρέπει να έχω και υγεία, παιδεία και ασφάλεια, εξασφαλισμένα από το κράτος. Όταν το κράτος δεν καταφέρνει να μου δώσει αυτά τα τρία πράγματα τότε γίνομαι Χρυσαυγίτης. Δηλαδή η αναποτελεσματικότητα στην απάντηση των καθημερινών αιτημάτων, οδηγεί πολιτικά στα άκρα. Καταλαβαίνω ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχτεί όλη τη μιζέρια του κόσμου, αλλά να φτάνει μια οργάνωση να ξηλώνει πάγκους και να διώχνει κουλουρτζήδες, αυτά είναι αστεία πράγματα.


Ο μορφωμένος άνθρωπος μπορεί να είναι ρατσιστής; Να πηγαίνει στα άκρα;

το χειρότερο από όλα είναι η ημιμάθεια
Εκκλησία, γονείς, πολιτεία, σχολείο, όλοι σου μιλάνε για Ελληνοσύνη, χωρίς να υπάρχει καμία εξελικτική ματιά στα πράγματα.
Από αυτή τη στιγμή και πέρα, “Έλλην εγώ …ο καλύτερος”, “ξένος εσύ, έξω από εδώ, τι έχεις να κάνεις σε αυτό τον τόπο των ένδοξων ονομάτων”, ή μαύρος, ή Εβραίος, ή μασώνος, ή ομοφυλόφιλος. Όλα αυτά γίνονται ένα τώρα, είναι οι συνομωσίες, ξέρετε. Και από την άλλη μεριά “δεν έχω να μάθω κάτι γιατί γεννήθηκα μαθημένος, ως Έλληνας, πολιτισμένος”.
Σκεφτείτε τι έκαναν οι Γερμανοί. Δεν υπάρχει ομπρέλα και ανάχωμα.
Το χειρότερο από όλα είναι η ημιμάθεια. Ήθος δεν είναι μόνο η παιδεία, υπάρχει και ένα ήθος δίπλα στο έθος, το οποίο σημαίνει και τον χώρο όπου ζεις. Ο Ισοκράτης είχε πει “Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας παρά τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας”. Αλλά είπε και το άλλο που δεν μνημονεύουμε συχνά, “τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι”.
Δεν έχει σημασία από πού έρχεσαι, αλλά αυτό που έχεις στο μυαλό σου και το πού πηγαίνεις.


Ορισμένοι Ευρωπαίοι θεωρούν τους Γάλλους σωβινιστές.

Οι Γάλλοι αδιαφορούν. Εφόσον αδιαφορούν για τους πάντες και τα πάντα, μπορείς να τους πεις σοβινιστές, να τους πεις ό,τι θέλεις. Αλλά δεν άκουσα ποτέ στη Γαλλία κάποιον να διαμαρτυρηθεί “γιατί δεν μας αγαπάνε οι ξένοι;”.

Εσείς αντιμετωπίσατε πρόβλημα στη Γαλλία ως Ελληνίδα;

Γιατί ως Ελληνίδα; πρώτα ως γυναίκα! Μία μέρα έτρωγα με αυτόν ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος “μισθός” του κόσμου. Αρχηγός της μεγαλύτερης πολυεθνικής εταιρείας και Άγγλος. Μου λέει λοιπόν “κυρία Αρβελέρ εσείς και εγώ είμαστε οι πιο επιτυχημένοι μετανάστες στη Γαλλία”. Γυρνάω και του λέω “εσείς δεν έχετε καμία αξία”. Μου λέει “πώς;” και του απαντώ “άνδρας και σε ιδιωτική επιχείρηση, εγώ γυναίκα και σε δημόσια”.


Λέγεται ότι σας προτάθηκε κάποτε η προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Όλος ο κόσμος το λέει. Ουδέποτε συνέβη αυτό. Κάποτε ανέβηκαν στη Γαλλία Έλληνες δημοσιογράφοι και μου λένε “κυρία Αρβελέρ θα γίνετε Πρόεδρος της Δημοκρατίας;”. Και τους απαντώ “αποκλείεται”. Τότε με ρωτάνε “γιατί;”. Λέω “δεν έχω τα τυπικά προσόντα”. Μου λένε “πώς δεν έχετε τα τυπικά προσόντα; Τόσες ακαδημίες, τόσα διδακτορικά”. Λέω, “βρε παιδί μου δεν έχω κάνει το στρατιωτικό μου”.
Ήταν οι εποχές που ο Μικρούτσικος ήταν υπουργός. Μου λένε “και ο Μικρούτσικος δεν έχει κάνει στρατιωτικό”. Και τότε γυρνάω και τους λέω “μα εγώ μικρούτσικη είμαι;”.
Ουδέποτε λοιπόν μου προτάθηκε κάτι τέτοιο, αλλά το ότι το πιστεύει ο κόσμος είναι καλύτερο από το να μου είχε προταθεί. Μου αρκεί το ότι ο κόσμος θεωρεί ότι θα μπορούσε να ήταν έτσι.


Είναι σκόπιμη η πολιτικοποίηση στο Πανεπιστημίο;
Έτσι όπως γίνεται όχι. Δεν επιτρέπεται. Έπρεπε να υπάρχουν κόμματα πανεπιστημιακά, τα οποία να κάνουν συγκεκριμένες προτάσεις για το πως θέλουν να είναι το πανεπιστήμιο. Εδώ πέρα ακούς μόνο ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, κτλ. Και στη Γαλλία έχουμε πολιτικοποιημένα φοιτητικά συνδικάτα, αλλά τα συνθήματά τους είναι αμιγώς πανεπιστημιακά.


Ποια είναι η γνώμη σας για το φοιτητικό άσυλο;

θα τους συλλάβετε και θα τους περάσετε αμέσως από αυτόφωρο
Έβαλα 22 φορές την αστυνομία μέσα στo πανεπιστήμιο. Όταν εγώ έγινα πρόεδρος του πανεπιστημίου, τοιχοκόλλησα παντού ένα χαρτί ότι ήμουν υπεύθυνη για την ακεραιότητα των πραγμάτων και για την ασφάλεια των προσώπων και μόλις κάτι απο αυτά θα μπορούσε να διακυβευθεί θα καλούσα την αστυνομία.
Για παράδειγμα μία φορά όταν ήμουν Πρύτανης, μου τηλεφωνούν από το “Παρίσι 6”, το Πανεπιστήμιο των θετικών επιστημών. Μου λένε κυρία Πρύτανη, είναι στο τάδε μέρος αναρχικοί και σπάνε τους υπολογιστές. Τους λέω πείτε μου ακριβώς το μέρος και κλείστε το τηλέφωνο. Τηλεφωνώ τότε στον αρχηγό της Γαλλικής αστυνομία και του λέω θα πάτε στο τάδε μέρος και θα τους συλλάβετε. Δεν θα τους διώξετε, θα τους συλλάβετε και θα τους περάσετε αμέσως από αυτόφωρο.
Και ακούω από τη άλλη μεριά, “κυρία Αρβελέρ καλά που κρατήσατε την Ελληνική προφορά σας και έτσι ξέρουμε ότι είστε εσείς που μας το ζητάτε και όχι κάποιος άλλος και ξέρουμε ότι αύριο θα μας δώσετε και γραπτά την εντολή σας γιατί οι άνδρες μας δεν θα το έκαναν διαφορετικά”.

Την ώρα που η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίση, πολλοί είναι εκείνοι που αισθάνονται ότι οι πνευματικοί της άνθρωποι σιωπούν.


στην Ελλάδα υπάρχει έλλειμμα φερεγγυότητας
Ποιοί είναι οι πνευματικοί άνθρωποι; Ονόματα! Όταν σε αυτό το κράτος τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, ψηφίζουν έναν νόμο για το πανεπιστήμιο, και μετά οι ίδιοι καταργούν αυτό τον νόμο. Τι συζητάμε; Τον νόμο “Διαμαντοπούλου”, τον ψηφίσαν και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Ας τον αφήσουν πέντε χρόνια να δουν τι θα προσφέρει και μετά ας το ξανασκεφτούν.
Αλλά όταν βγαίνουν οι ίδιοι οι καθηγητάδες πριν καν εφαρμοστεί και δηλώνουν ότι “αυτόν το νόμο θα τον κάνουμε παλιόχαρτο”, πως θέλεις τα παιδιά να αντιληφθούν κάποια πνευματικότητα. Νομίζω ότι αν εννοείτε ως πνευματικούς ανθρώπους τους πανεπιστημιακούς, αυτοί έχουν απωλέσει κάθε φερεγγυότητα στην Ελλάδα.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα. Υπάρχει έλλειμμα φερεγγυότητας. Όλοι θεωρούμε τον εαυτό μας πνευματικό.


Ακούγεται βέβαια και ένας Θεοδωράκης σποραδικά. Αλλά ακούγονται μόνο οι ίδιοι άνθρωποι. Μα τώρα, τι να σου κάνει και ο Θεοδωράκης σήμερα. Ο Θεοδωράκης ο κακομοίρης έχει αρχίσει να λέει διάφορα… Τα έχει βάλει και με τους Εβραίους. Δεν είναι η δουλειά του. Ο Θεοδωράκης είναι να ακούς τις μουσικές του και να νιώθεις τον Ωρωπό. Δεν είναι να τον βάλεις να μιλήσει.

Ασχολείστε με το διαδίκτυο;
Πριν καιρό τα έβαλα όλα κάτω, όταν μου ζήτησε η Ευρώπη να γίνω υπεύθυνη ενός μεγάλου προγράμματος το οποίο λέγονταν “ACRINET”, με αντικείμενο τη διεπιστημονική μελέτη της ευρωπαϊκής ακριτικής παράδοσης, τόσο σε παλιότερες εποχές (στον Μεσαίωνα), όσο και στη σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία, όπως ας πούμε ο Διγενής Ακρίτας, ο οποίος είναι και Ρώσικος, και Σλάβικος, είναι και Έλληνας. Μπήκα στο διαδίκτυο για να δω τι θα μου βγάλει για αυτόν. Δεν ήταν τίποτα σωστό. Διγενής Ακρίτας, εστιατόριο, ομάδα ποδοσφαίρου… 

Λέγεται για το διαδίκτυο ότι αποτελεί τον νέο δημόσιο χώρο.
Όχι μόνο. Είναι η νέα ουτοπία. Αλλά τι να τον κάνω αυτόν τον δημόσιο χώρο όταν ο καθένας λέει ό,τι θέλει. 


Η ελευθερία της έκφρασης, το να λέει ο καθένας/μια ό,τι θέλει πρέπει να προστατεύεται;
Και η ελευθερία να λες ό,τι θέλεις εναντίον του άλλου μπορεί να απολαμβάνει προστασίας; Είναι περίεργο πράγμα. Το να πεις ό,τι θέλεις ναι, αλλά δεν θεωρώ το internet φερέγγυο.


Η εκκλησία με το κράτος θα διαχωριστούν ποτέ;

Ο Αλέξιος δήμευσε όλη την περιουσία της Αγίας Σοφιάς
Μια μέρα έτρωγα με τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και του λέω “ακούστε Μακαριότατε, είναι ευκαιρία να χωριστεί η εκκλησία από το κράτος”. Με ρωτάει “γιατί το λέτε αυτό;”. Απαντώ “το λέω γιατί έχετε σχεδόν το 1/3 της Ελλάδας ως περιουσία χωρίς να πληρώνετε όλους τους φόρους που χρειάζονται και επιπλέον παίρνετε από το κράτος τους μισθούς, παρόλες τις κηδείες και τα ευχέλαια. Αν φύγετε τώρα θα μπορείτε να πείτε στο κράτος: αυτά είναι δικά μου. Να τα πάρετε και ας χάσετε τις πέντε πεντάρες του μισθολογίου. Αν περιμένετε, όταν θα γίνει το κτηματολόγιο, δεν έχετε χαρτώα δικαιώματα. Θα γίνουν εξελειμματικές στάσεις”. Εξαλειματικές στάσεις στο Βυζάντιο ήταν αυτές οι στάσεις οι οποίες δεν είχαν χαρτώα δικαιώματα και κληρονόμους και τις έπαιρνε το κράτος. Μου απαντάει ο Χριστόδουλος “για αυτό δεν θα γίνει ποτέ κτηματολόγιο”.

Έχω πει πολλά. Με ρωτήσαν κάποτε όταν είχε κρίση τι έκαναν οι Βυζαντινοί. Ο Αλέξιος δήμευσε όλη την περιουσία της Αγίας Σοφιάς. Αγιά Σοφιά, όχι μοναστηράκια. Και όταν οι Οθωμανοί προέλαυναν προς τη Μακεδονία και ο Μανουήλ Παλαιολόγος ήθελε να κάνει μισθοφορικό στρατό, δήμευσε τα κτήματα του Βατοπεδίου.
Αλήθεια, πώς πήρε πίσω τα κτήματα το Βατοπέδι;

από τους Τούρκους
Από τους Τούρκους βρε παιδιά. Όλη η περιουσία της εκκλησίας σώθηκε χάρις στα Βακούφια, δηλαδή χάρις στα σουλτανικά φιρμάνια που έκαναν για το Ρουμ Μιλιέτ, για τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Οι Τούρκοι το έκαναν αυτό για να έχουν κάποιον να διοικεί τον χριστιανικό πληθυσμό. Βγήκε ως παλιγγενεσία από την εκκλησία. Η εκκλησία καταράστηκε τον Βολταίρο, καταράστηκε τον Ρήγα. Τι συζητάμε τώρα.
Είναι έτοιμη όμως η ελληνική κοινωνία για το διαχωρισμό εκκλησίας – κράτους;
Και τι με νοιάζει; Ή προηγείσαι της κοινωνίας ή όχι. Όταν είσαι πολιτικός πρέπει να είσαι ένα βήμα μπροστά από την κοινωνία, όχι ένα βήμα πίσω. Αν ακούς αποκλειστικά την κοινωνία τότε τι δουλειά κάνεις;

Ξέρετε, ο Μητροπολίτης Πειραιώς εξέδωσε πρόσφατα αυστηρές οδηγίες σεξουαλικής συμπεριφοράς για το ποίμνιό του.

Έχω ένα γαλόνι μεγάλο τώρα, γιατί με βρίζει ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων. Το έγραψε ο Νίκος Χατζηνικολάου, ο οποίος γράφει και ό,τι να ‘ναι βέβαια, αλλά προέρχονταν από το blog του Αμβρόσιου. Ότι δηλαδή είμαι χωρίς ήθος, κτλ. Περίμενε να απαντήσω… Λέω όχι. Ας απαντήσουν άλλοι.

Τώρα που συγκυβερνάει η τρόικα εδώ, πώς νιώθετε;

κάθε φορά λέμε εντάξει, έρχονται τα λεφτά, την επόμενη φορά δεν έχει γίνει τίποτα και ξαναρχίζουμε
Δεν κυβερνάει η Τρόικα. Όταν ζητάς λεφτά από κάποιον πρέπει να μπορέσεις να τα επιστρέψεις. Έχουν ανθρώπους τεχνοκράτες που σου λένε, αυτό και αυτό κάνε. Κάνε ό,τι θέλεις.
Δεν διοικεί η τρόικα, αλλά στην τρόικα δεν είναι βλάκες να πιστέψουν αυτά που λες.

Εγώ φοβάμαι ένα πράγμα. Η τρόικα ανεβάζει κάθε φορά τον πήχη. Από τα 11 δις πήγε τώρα στα 18 δις. Κατά τα θέσμια, οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να μας διώξουν, πρέπει να φύγουμε από μόνοι μας. Όταν ανεβάζουν τόσο τον πήχη, η έξοδος της Ελλάδας θα γίνει αυτοβούλως.
Όταν δεν θα της δώσουν άλλα χρήματα, τι θα γίνει; Ούτε μισθοί ούτε τίποτα. Οπότε όλο το τσουνάμι θα πληρωθεί άσχημα, αλλά μία φορά. Ενώ τώρα αυτό που γίνεται με εμάς είναι ότι κάθε φορά λέμε εντάξει, έρχονται τα λεφτά, την επόμενη φορά δεν έχει γίνει τίποτα και ξαναρχίζουμε. Οπότε φοβάμαι, ότι θα το πληρώσουμε μία φορά το τσουνάμι, αλλά τουλάχιστον θα ησυχάσουμε.


Κάποιοι υποστηρίζουν ότι θα ήταν καλύτερα για εμάς να βγει η χώρα από το ευρώ.
Τι θα πει αυτό; Ποιός θα σου φέρει φάρμακα; Ποιός θα σου φέρει βενζίνη. Έχετε καταλάβει ότι η Ελλάδα είναι η πιο ακριβή χώρα της Ευρώπης; Έξω λένε ότι είναι αδύνατο να γίνει κάτι με την Ελλάδα, πρώτα γιατί ο κρατικός μηχανισμός είναι διαλυμένος, αλλά κυρίως γιατί οι πιο διεφθαρμένοι όλων είναι οι ίδιοι οι ελεγκτές των διεφθαρμένων.


Έχετε δηλώσει ότι οι Γάλλοι χρεώνουν στην Ελλάδα ότι εξαιτίας της έχει πληγεί η εικόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτό δεν θα το συγχωρήσουν ποτέ στην Ελλάδα. Στην Ευρώπη τώρα υπάρχει ένα αντιευρωπαϊκό αίσθημα. Αυτό είναι ίσως το χειρότερο πράγμα για το οποίο μας κατηγορούν.


Είστε αισιόδοξη για το μέλλον της Ελλάδας;
Δεν μπορώ να έχω γνώμη για αυτό. Το μέλλον της Ελλάδας εξαρτάται μόνο από τους Έλληνες. Μόνο από τους Έλληνες και επιμένω. Όταν έρχομαι στην Ελλάδα, με πιάνουν οι δημοσιογράφοι και με ρωτούν “κυρία Αρβελέρ, δεν υπάρχουν πια φιλέλληνες;”. Εγώ τους ρωτώ “Έλληνες υπάρχουν;”


Ο Γάλλος συγγραφέας και ποιητής Αλφόνς Μαρί Λουί Ντε Λαμαρτέν υποστήριζε ότι “η ιστορία διδάσκει τα πάντα, ακόμα και το μέλλον”.

Ναι αλλά ο Χέγκελ, από την άλλη, υποστήριζε ότι η ιστορία δεν διδάσκει κανέναν. Λέμε βλακωδώς ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Δεν υπάρχει πιο μεγάλο ψέμα. Καμία ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, το πολύ πολύ ψευδίζει. Εγώ υποστηρίζω κάτι πολύ απλό και το λέω στα παιδιά στη Γαλλία και γελάνε ότι “η ιστορία είναι αυτή που κάνει μπορντέλο τη Γεωγραφία”. 


Γίνατε η πρώτη Πρύτανης του πανεπιστημίου της Σορβόνης σε μία εποχή που ήταν άκρως ανδροκρατούμενη. Πώς σας αντιμετώπιζαν οι άνδρες συνάδελφοι σας;

η παιδεία έχει γίνει γυναικοκρατούμενη
Η καλύτερη φίλη μου η οποία ήταν καθηγήτρια και φιλέλληνας, μου είπε “Ελένη δεν θα ψηφίσω εσένα”. Τη ρωτώ “γιατί;” , μου απαντά “είμαστε πολλές γυναίκες”. Ήταν πέντε γυναίκες στους 120 καθηγητές.
Τώρα πλέον η παιδεία έχει γίνει γυναικοκρατούμενη. Τόσο γυναικοκρατούμενη είναι η παιδεία στα δημοτικά σχολειά, που αστειευόμαστε στη Γαλλία “έφτασε ένα παιδάκι και λέει χαρούμενο στον πατέρα του: μπαμπά μπαμπά η δασκάλα μου είναι άνδρας”. 


Γιατί οι γυναίκες δεν μπορούν εύκολα να φτάσουν να διδάσκουν στις ανώτατες βαθμίδες;
Σε όλα τα πανεπιστήμια έχουμε πάνω από το 50% γυναίκες που φτάνουν μέχρι τη βαθμίδα του λέκτορα. Όταν φτάνεις στις επίσημες Καθηγητικές θέσεις, το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 5%. Γιατί άντε τα παιδιά, άντε ο άνδρας κτλ., μια γυναίκα καταλήγει να κάνει πέντε δουλειές. Ο άνδρας κάνει μόνο μία.


Από το maga.gr

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Το τέλος της ελληνικής αθωότητας

Με τον πικρά ειρωνικό τίτλο «Ας ξυπνήσουμε οι αθώοι» η Άννα Φραγκουδάκη, πανεπιστημιακή δασκάλα και διανοούμενη γνωστή για το μαχητικό έργο της στα θέματα των κοινωνικών ανισοτήτων, των διακρίσεων με βάση το φύλο και την κουλτούρα, της ιστορικής διγλωσσίας και της κοινωνική της λειτουργίας, της ανάλυσης των σχολικών βιβλίων, του εθνοκεντρισμού και του ρατσισμού στην εκπαίδευση δημοσίευσε στην καθιερωμένη στήλη της στα ΝΕΑ του Σαββάτου, 8 Σεπτεμβρίου 2012, κείμενο-κέλευσμα για την καταπολέμηση της ρατσιστικής βίας, που γνωρίζει έξαρση στη χώρα μας.
Αφορμή ήταν, όπως αναφέρει, η δημοσίευση έκθεσης-κόλαφου για την Ελλάδα εκ μέρους του διεθνούς «Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» με τίτλο «Μίσος στους δρόμους: η ξενοφοβική βία στην Ελλάδα». Εύγλωττη ως προς το επίμαχο ζήτημα είναι ήδη, εκτός από τον τίτλο, η εισαγωγική σύνοψη της έκθεσης στην ιστοσελίδα της οργάνωσης: «Στην 92σέλιδη έκθεση τεκμηριώνεται η απροθυμία των διωκτικών και δικαστικών αρχών να αποτρέψουν τις αυξανόμενες επιθέσεις σε βάρος μεταναστών και να τιμωρήσουν τους δράστες. Παρά τη σαφή επαναληπτικότητα των περιστατικών βίας και την αυξητική τάση που καταδεικνύουν τα στοιχεία, οι αστυνομικές αρχές δεν έχουν κατορθώσει να παρέμβουν αποτελεσματικά με σκοπό την προστασία των θυμάτων και τη λογοδοσία των δραστών, διαπίστωσε η Human Rights Watch. Οι αρχές εξακολουθούν να μην διαθέτουν προληπτική στρατηγική αστυνόμευσης, ενώ τα θύματα αποθαρρύνονται από την υποβολή εγκλήσεων ή μηνύσεων. Μέχρι σήμερα, ουδείς έχει καταδικαστεί βάσει νομοθετικής διάταξης του 2008 που αφορά τα εγκλήματα μίσους».
Με αφορμή, λοιπόν, την έκθεση αυτή η Φραγκουδάκη παρακινεί όλους να καταπολεμήσουμε τη ρατσιστική βία. Μοιάζει, ωστόσο, να μη γνωρίζει το πώς. Μοιάζει να αναδιπλώνεται, εντέλει, στο στερεότυπο μιας προηγούμενης άγνοιας, που η ίδια έχει παραδεχτεί ότι την παραπλάνησε. Μοιάζει, τέλος, να αρνείται την αποτρόπαιη πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, στο τέλος του σημειώματός της αναφέρει, δίχως να κρύβει την έκπληξή της, μιλώντας για τις νεοναζιστικές συμμορίες που κακοποιούν τους συμπολίτες μας αλλοδαπούς: «Τι είναι αυτοί οι νέοι άνθρωποι; Αυτές οι γυναίκες (!); Θα πρέπει να είναι πολλοί γιατί τα συμβάντα, τα τεκμηριωμένα μόνο, είναι εκατοντάδες. Από ποια κόλαση βαρβαρότητας βγήκαν; Πώς είναι δυνατό να είναι ομαδικά σε κατάσταση μανιακού δολοφόνου, ψύχραιμα, προμελετημένα και κατά συρροή; Πώς γέννησε η ελληνική κοινωνία ομάδες νέων ανδρών και γυναικών που κλωτσάνε με αρβύλες στο κεφάλι αιμόφυρτους και λιπόθυμους ανθρώπους; Απάντηση δεν έχω, μόνο μεγάλη ενοχή. “Αθώοι” και “αθώες” Έλληνες και Ελληνίδες, ας ξυπνήσουμε. Ας αντιδράσουμε όλοι όσοι, και είμαστε πάρα πολλοί, αντέχουμε όλα τα στραβά της χώρας μας αλλά αυτό όχι, λαός φονιάδων δεν είμαστε, όχι.»
«Θα πρέπει να είναι πολλοί...Από ποια κόλαση βγήκαν...λαός φονιάδων δεν είμαστε, όχι...»
Δεν ξέρουμε, λοιπόν; Δεν ξέραμε, άραγε, πόσοι είναι και από πού βγήκαν; Πέσαμε στ’ αλήθεια από τα σύννεφα; Και είμαστε ένοχοι αλλά δεν είμαστε λαός φονιάδων; Φοβάμαι ότι η εξώφθαλμη αντίφαση, που τη γνωρίζει, είμαι βέβαιη, πολύ καλύτερα από πολλούς η Α.Φ., απλώς μεγεθύνει την ενοχή μας.  
Σε παλιότερο σημείωμά της στην ίδια στήλη την επαύριο των εκλογών του περασμένου Μαΐου η Φραγκουδάκη παραδεχόταν: «Ανήκω σε εκείνους που, ομολογώ, δεν περίμεναν το ποσοστό της Χρυσής Αυγής ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ αξιωματική αντιπολίτευση. Για τους νεοναζιστές είχα την αυταπάτη ότι «δεν είναι δυνατό να συμβεί». Σκεφτόμουν τους ποταμούς αίματος που κόστισε η ναζιστική Κατοχή, την πλατιά λαϊκή συμμετοχή στην αντίσταση, την πλήρη απουσία συναίνεσης στην ιστορία της Ελλάδας στη φασιστική ιδεολογία και ακόμα τον διαδεδομένο εθνικό μας μύθο ότι ειδικά οι Ελληνες τον καιρό της Κατοχής ήταν όλοι αντίθετοι, όλοι ανεξαιρέτως. Πλανήθηκα οικτρά.»
Να ’την, και πάλι, η αναφώνηση περί πλάνης και περί έκπληξης ενώπιον της πραγματικότητας. Πρόκειται, μήπως, αναρωτιόμαστε με τη σειρά μας, για την αυταπάτη μιας γενιάς; Μιας ελίτ; Ενός έθνους; Ενός πολιτισμού; Είναι δικαιολογημένη αυταπάτη; Ή μήπως η αυταπάτη αυτή κρύβει, ακριβώς, μέσα της το δύσκολο εκείνο μέρος της αλήθειας που, αν καταφέρουμε να το δούμε κατά πρόσωπο, στον πρωινό καθρέφτη μας, θα έχουμε κάνει ήδη το πρώτο βήμα για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα;
Το «Zivilcourage» (όρος που καθιερώθηκε, όχι τυχαία, στο γερμανικό λεξιλόγιο της πολιτικής ανάλυσης ως το «θάρρος του πολίτη να είναι πολίτης» με δική του γνώμη και όχι υπάκουο πιόνι ή φοβισμένη σκιά απέναντι στους κρατούντες, τους ισχυρούς, την πλειοψηφία ή ακόμη και απέναντι σε μια δυναμική και βίαιη μειοψηφία), το οποίο επιδεικνύει και στα δυο σημειώματά της η Φραγκουδάκη, έγκειται κυρίως στο ότι πραγματοποιεί με αυτά ένα πρώτο βήμα. Βήμα προς μια συλλογική αυτεπίγνωση, που είναι αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση για μια συλλογική ανάληψη ευθύνης που κι αυτή είναι, με τη σειρά της, αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση για τη δράση. Παραδέχεται, λοιπόν, την πλάνη και ομολογεί την ενοχή. Δε φωνάζει «σταματήστε τους φασίστες» για να πιστωθεί το ορθό φρόνημα. Λέει «πλανηθήκαμε», «φταίξαμε», «ευθυνόμαστε».
Φυσικά η Φραγκουδάκη είναι, στην πραγματικότητα η τελευταία που ενέχεται. Υποθέτουμε, έτσι, ότι η κραυγή της αγωνίας της εκφέρεται με την ελπίδα να παρακινήσει άλλους, αρμοδιότερους (βλέπε: περισσότερο -εγκληματικά!- πλανηθέντες και ακόμη περισσότερο ενόχους). Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί αφορμή για να θυμηθούμε και να θυμίσουμε μερικά πραγματικά δεδομένα, που ενισχύουν τις δραματικές διαπιστώσεις της. Προηγουμένως μια σύντομη επισήμανση: η ημερομηνία του δημοσιεύματος συνέπεσε με την είδηση για το πογκρόμ της Ραφήνας με δράστη τη Χρυσή Αυγή. Είναι σαφές πια σε όλους ότι βρισκόμαστε σε καθεστώς αντίστροφης μέτρησης. Η Χρυσή Αυγή, πιστεύουμε, δεν θα είχε επιχειρήσει αυτό που επιχείρησε σε βάρος των μεταναστών-μικροπωλητών αν δεν συνέτρεχαν δυο προφανείς προϋποθέσεις. Η πεποίθησή της, πρώτον ότι δε θα στρεφόταν εκεί, επί τόπου, στον ανοιχτό και δημόσιο χώρο η αστυνομία εναντίον της για να πράξει το αυτονόητο, να επιβάλει δηλαδή το δίκαιο και το νόμο· η πεποίθησή της, δεύτερον, ότι και οι παρευρισκόμενοι πολίτες, το ανώνυμο πλήθος, ο «λαός» επίσης δεν θα στρέφονταν εναντίον της. Δεν θα επεδείκνυαν, δηλαδή, ίχνος Zivilcourage. Θα την ενθάρρυναν από πάνω, λογάριαζε, με το δίκιο της η ΧΑ, θα συναινούσαν σιωπηρά ή θα σιωπούσαν. Έτσι κι έγινε. Και για τον λόγο αυτό, έτσι και χειρότερα θα ξαναγίνει. Ξανά. Και ξανά. Μέχρι; Το κέλευσμα της Φραγκουδάκη έτυχε, πάντως, του πλέον πρόσφορου ειδησεογραφικού «ντεκόρ» για να γίνει πιστευτό και αποτελεσματικό. Αν βέβαια δεν είναι ήδη αργά.
Ας έλθουμε όμως στην πλάνη, που ομολογεί η Α.Φ., η οποία συνέπεσε με την περίοδο εκκόλαψης του φιδίσιου αυγού. Αναρωτιέται κανείς, αμέσως, αν η πλάνη αυτή είναι δικαιολογημένη, οπότε μπορεί να συγχωρεθεί. Νομίζω πως δεν είναι. Γι’ αυτό άλλωστε και η Α.Φ. μιλά κατόπιν για «ενοχή». Θυμίζω, ενδεικτικά: τη δεκαετία του ’90 η Ελλάδα την ξεκίνησε βάζοντας στη θέση του σκανδάλου Κοσκωτά την παρανοϊκή αναμόχλευση του εθνικιστικού πάθους, όπως αυτή εκφράστηκε στην υπόθεση του «Μακεδονικού» ή «Σκοπιανού». Ηθικοί αυτουργοί της διέγερσης του εθνικιστικού πάθους υπήρξαν συγκεκριμένοι Έλληνες πολιτικοί (κυνικοί λαϊκιστές, αδίστακτοι πολιτικοί καιροσκόποι, ανυπόμονοι μαθητευόμενοι μάγοι), συνεπικουρούμενοι από συγκεκριμένους Έλληνες διανοουμένους και από συγκεκριμένα ΜΜΕ. Ακολούθησε, βεβαίως, η κοινωνία. Το μυαλό των παιδιών μας δηλητηριάστηκε. Πόσοι και ποιοι αντιστάθηκαν τότε στη λαίλαπα; Μήπως η πλειοψηφία; Μήπως οι δημοκρατικές δυνάμεις; Ούτε γι’ αστείο...
Την ίδια εποχή, ωστόσο, στη Γερμανία που εν μέσω ύφεσης, κλεισίματος βιομηχανιών και μεταφοράς επιχειρήσεων στην Άπω Ανατολή και στον Τρίτο Κόσμο, προχωρούσε στην ενοποίησή της, φούντωναν περιστατικά ρατσιστικής βίας. Αυτή εκδηλωνόταν, μεταξύ άλλων, με εμπρησμούς στα κτίρια που φιλοξενούσαν αλλοδαπούς, οι οποίοι είχαν αιτηθεί άσυλο. Πώς αντέδρασε τότε ο Γερμανικός λαός; Την εποχή που εμείς βγαίναμε κατά χιλιάδες στους δρόμους για το «Μακεδονικό», εκείνοι έβγαιναν, επίσης κατά χιλιάδες, στους δρόμους με αναμμένα κεριά κατά της ρατσιστικής βίας. Προσέξτε: δεν έβγαιναν τίποτα αριστεριστές ή τίποτα δυναμικές μειοψηφίες.
Έβγαινε, ας το πούμε σχηματικά, η μισή κοινωνία. Οικογενειάρχες, μεγάλες παρέες. Δεκάδες χιλιάδες. Όλοι όσοι θέλησαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τα φαινόμενα της ρατσιστικής βίας και να τα καταδικάσουν. Όλοι όσοι ήθελαν να ξεκαθαρίσουν ότι, ως προς αυτούς πάντως, τέτοια φαινόμενα ανήκαν οριστικά στο καταδικαστέο παρελθόν. Δεν ήταν ούτε ζήτημα κομμάτων ούτε ζήτημα φορέων. Δεν ήταν, δηλαδή, ζήτημα κομματικής τοποθέτησης. Ήταν η κοινωνία, αυτοπροσώπως. Φυσικά, περιττό να το πούμε, ασκήθηκαν ταυτόχρονα και οι αντίστοιχες πολιτικές, που ήρθαν να προστεθούν σε προηγούμενες πολιτικές διαφώτισης σχετικά με ζητήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας στην εκπαίδευση (πρώτα και κύρια), στα ΜΜΕ, στις τοπικές κοινότητες. Θυμάμαι ακόμα τις γιγαντοαφίσες που ανήρτησε για το σκοπό αυτό, την καταπολέμηση δηλαδή του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, ο δήμος της Κολωνίας, με επώνυμους, αγαπημένους για τους κατοίκους της πόλης «ξένους», ανάμεσά τους τη βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ.
Θυμάμαι, επίσης, τον Γερμανό δάσκαλο που μου περιέγραφε επισκέψεις μαζί με τους μαθητές του στα γαλλο-γερμανικά σύνορα, στην Αλσατία, για να συναντηθεί εκεί με μαθητές γαλλικού σχολείου, πάνω σε μια γέφυρα, με σκοπό την αμοιβαία καλλιέργεια της συμφιλίωσης για να μην επαναληφθούν τα δεινά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Θυμάμαι τις συνεχείς εκπομπές στη γερμανική τηλεόραση και στον τύπο γύρω από τα θέματα αυτά. Θυμάμαι. Παρατηρήσατε μήπως τίποτε αντίστοιχες πρωτοβουλίες σε εμάς; Όχι εκ μέρους του κράτους. Εκ μέρους, ας πούμε, των συνδικάτων, των ΜΜΕ, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Όχι τώρα, όχι μεσούσης της κρίσεως. Αλλά λίγο πριν. Την περίοδο της ευφορίας. Δε με βοηθά η μνήμη μου. Έβγαλε γιγαντοαφίσες κανένας δήμαρχος για την ξενοφοβία και το ρατσισμό την εποχή των παχιών αγελάδων; Έκλεισε μήπως τα σχολεία η ΟΛΜΕ για τον Οδυσσέα Τσενάι; Δύσκολο- ο πλούτος μας, βλέπετε, το τριτοκλασάτο life-style με το οποίο ναρκωθήκαμε μέσα σε ελάχιστο χρόνο στηρίχθηκε, με το παραπάνω, στη συλλογικά ληστρική εκμετάλλευση των ξένων. Ως προς τους ξένους εργαζόμενους η ευημερούσα Ελλάδα ήταν μια Dogville. 
Θυμηθείτε την κλιμάκωση, που βοήθησε να καλύπτονται όλα αυτά από ανώδυνη σιωπή που έκρυβε μέσα της απειλές και τρόμο. Τον διασυρμό, πρώτα, όσων πολιτών, επώνυμων και ανώνυμων, είχαν το θάρρος να υποστηρίξουν «αντεθνικές» θέσεις. Την υπόθεση Τσενάι. Την υπόθεση Άλεξ. Τα καθημερινά φαινόμενα λεκτικής βίας και άγριας οικονομικής εκμετάλλευσης των ξένων εργαζομένων. Την Κωνσταντίνα Κούνεβα. Θυμάστε μήπως να καλεί η ΓΣΕΕ τους εργαζόμενους με κεριά στην πλατεία Συντάγματος για τίποτε από όλα αυτά;
Η μόνιμη επωδός ήταν ότι εμείς δεν είμαστε ρατσιστές - σαν τους Γερμανούς. Ότι, εν πάση περιπτώσει, το DNA μας δεν έχει σχέση με την ομαδική βία («Θα πρέπει να είναι πολλοί...Από ποια κόλαση βγήκαν...λαός φονιάδων δεν είμαστε, όχι...»)
Φυσικά, οι εξ ημών Έλληνες Εβραίοι ή όσοι από εμάς έτυχε να έχουμε Εβραίους κοντινούς, το ξέραμε καλά ότι ο ρατσισμός και τα στερεότυπα (εις βάρος πχ των Εβραίων) ήταν και παρέμεναν ισχυρότατα στην ελληνική κοινωνία. Έγινε μήπως ποτέ κάποια προσπάθεια, ασκήθηκε κάποια ΠΟΛΙΤΙΚΗ που θα το εμπόδιζε; Αλλά, βεβαίως, οι Έλληνες πατριώτες, δεξιοί και αριστεροί, δε χρειαζόντουσαν «δυτικές» πολιτικές, δεν είχαν να αποδείξουν τίποτα. Ήταν καλοί και δημοκράτες και αντιρατσιστές από την κούνια. Αμ δε...
Τις θεωρίες περί διεθνούς σιωνιστικής συνομωσίας αλλά και περί συγκεκριμένων φυλετικών χαρακτηριστικών ποτέ δε σταματήσαμε να τις ακούμε στις περίφημες όξω καρδιά ελληνικές παρέες. Ξέρουμε, επίσης, πόσο φριχτά αραχνιασμένη (εκτός από αναποτελεσματική και μη ανταγωνιστική) ήταν –και παραμένει- η εκπαίδευση των παιδιών μας στα ζητήματα αυτά και σε άλλα. Ξέραμε, αρκετοί από εμάς, ότι ένα νέο κύμα διαφωτισμού εκκρεμούσε δραματικά, προκειμένου να αλλάξουν αργά και βασανιστικά οι αξίες και οι νοοτροπίες. Αυτά τα ξέραμε και τη «χρυσή εποχή», τότε, πριν τον θρίαμβο (;) της Ολυμπιάδας του 2004.
Για όσους, μάλιστα, εξακολουθούσαν να αμφιβάλλουν, ήρθε και η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα, που διεξήγαγε για την Ελλάδα το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) στις αρχές του 2003. Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε και συζητήθηκε ευρέως, επιβεβαιώσε απλώς ότι ήμασταν –προσέξτε, σε περίοδο έκρηξης της πλαστής ευημερίας μας…- πρωταθλητές σε ζητήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Μας κινητοποίησε, άραγε, αυτό; Όχι βέβαια! Είχαμε να εκπέμψουμε σε όλη την υφήλιο το ιστορικό μας μεγαλείο.
Ευαίσθητοι συγγραφείς όπως ο Βασίλης Παπαθεοδώρου αφουγκράστηκαν έγκαιρα την αλήθεια κι έγραψαν βιβλία (για εφήβους) όπως το «Στη διαπασών» (2009), που περιγράφει ρεαλιστικά τη στρατολόγηση μαθητών από ομάδες τύπου ΧΑ και τη μύησή τους, ακριβώς, στην ομαδική βία, στο ρατσισμό και το ρατσιστικό μίσος. Το βιβλίο πήρε κρατικό βραβείο. Το μελανό θέμα, ωστόσο, στην πράξη αποσιωπήθηκε.
Πολιτισμικά, λοιπόν, ως προς την ταυτότητά μας, ως προς τη συνείδησή μας του εαυτού και του άλλου, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία ήταν «εκεί» πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση- πλήθος άλλωστε οι επιστημονικές μελέτες που το τεκμηρίωναν σε επιμέρους τομείς. Και ήταν εκεί από καιρό, στον κυρίαρχο λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου, του Αντώνη Σαμαρά, του Ευάγγελου Βενιζέλου, του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, του Αυγουστίνου Καντιώτη, του Άνθιμου στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μέρος της κοινής φαντασίωσης δεξιών και αριστερών λαϊκιστών και καιροσκόπων, που γαλούχησαν τις νέες γενιές (αυτές που σαρώνει τώρα η ΧΑ) με τη μεγαλόστομη, ομφαλοσκοπική εθνικιστική-ρατσιστική ρητορική. Ο ρηχός καπετανίστικος κομπασμός για την ανωτερότητά μας ήταν μέρος μιας σχεδόν αυτονόητης ανάγνωσης που μεγάλο μέρος πχ της ποίησης του Ελύτη επέτρεψε και ευνόησε ως προς τον ίδιο τον εαυτό της, παραμορφωμένο έτι περαιτέρω από την πομπώδη «μάτσο» λεβεντιά ενός Θεοδωράκη: αυτή την τελευταία εκδοχή και η Αριστερά, η ηττημένη του Εμφυλίου, την απόλαυσε, σάμπως εκδικητικά, μαζί με το life-style. Τη γεύτηκε και τη χόρτασε όσο κανείς, εθελοτυφλώντας απέναντι στο σκοτεινό μήνυμα που η ίδια συνυπέβαλλε. Το μήνυμα, λεβέντικο και πολεμοχαρές, πέρασε στα τραγούδια, στα βιβλία, στις αφηγήσεις. Ρίζωσε, τολμώ να πω, μέσα στον καθένα από μας. Μας δίχασε εσωτερικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο υπεράνω πάσης υποψίας Λεωνίδας Κύρκος, που πρόσφατα μνημονεύθηκε, όπως το άξιζε, με σεβασμό και αγάπη, στην πρώτη επέτειο του θανάτου του. Όταν του ειπώθηκε, λοιπόν, του Λεωνίδα, σε κατ’ ιδίαν συζήτηση, την άνοιξη του ’89 ότι η νεολαία στρέφεται σε συντηρητικές κατευθύνσεις (με βάση το αποτέλεσμα των τότε φοιτητικών εκλογών), ο ηγέτης της ανανεωτικής αριστεράς απάντησε: «δε θέλω να ακούω Κασσάνδρες». Ξέρουμε, άλλωστε, πόσο μεγάλη αδυναμία έδειξε απέναντι στην -ΣΥΡΙΖεύουσα σήμερα- ηγεσία της τότε νεολαίας (του Ρήγα), όσο μάλιστα τον διαβεβαίωναν ότι τα πράγματα ήταν έτσι ακριβώς όπως ο ίδιος ήθελε να τα ακούει. (Τον ίδιο, βέβαια, δεν τον ήθελαν ούτε ζωγραφιστό να τον δουν- αλλά αυτό είναι άλλη μια από τις διαβολικές αντιφάσεις με τις οποίες κουμπώνει η Ιστορία τις αλλαγές των ταχυτήτων, ιδίως δε της όπισθεν). Την ίδια εποχή ο ρεφορμιστής Λεωνίδας, κατασυγκινημένος που απευθυνόταν και πάλι σε κοινό με το ΚΚΕ ακροατήριο, με τον Γκορμπατσώφ να μεσουρανεί, δήλωνε, και πάλι σε κατ’ ιδίαν συζήτηση, ότι ήταν και θα παρέμενε για πάντα φιλοσοβιετικός. Και, για να τριτώσει οπωσδήποτε το «κακό», την τελευταία φορά που είχα την τύχη να τον δω και να κουβεντιάσω μαζί του – θα πρέπει να ήταν ανάμεσα στο 2006 και το 2007- τον ζήσαμε να εξηγεί στην αμήχανη ομήγυρη ότι δεν έβλεπε τι το κακό και το άσχημο είχαν οι ωραίες μαθητικές παρελάσεις στις εθνικές επετείους (κάποιοι από την παρέα είχαν ψελλίσει ότι ίσως και να είχε έρθει πια ο καιρός τους να καταργηθούν).
Κι αν τα γράφω αυτά δεν είναι βέβαια για να αποκαθηλώσω με οποιονδήποτε τρόπο τον Λεωνίδα. Που και στα υπό συζήτηση θέματα, βλέπε «Μακεδονικό», επέδειξε Zivilcourage με το παραπάνω. Σκεφτείτε, θέλω να πω, αν έτσι σκεφτόταν κι αντιδρούσε ο Λεωνίδας, τί γινόταν με τους άλλους. Δείτε, με έναν τρόπο παραδειγματικό, το μέγεθος της αδυναμίας και της στρέβλωσης ενός ολόκληρου κόσμου, που ούτε και το πιο φωτισμένο κομμάτι του δεν ήθελε να δει κατά πρόσωπο αυτό που ήταν το κατεξοχήν δυσάρεστο, αυτό που με τίποτε δεν «κολλούσε» με τη στερεότυπη αυτοεικόνα. Και, για να είμαστε δίκαιοι και ειλικρινείς: ίσως δεν ήταν, εντέλει, και δουλειά της γενιάς του Λεωνίδα να το κάνει αυτό. Αν όμως αποτολμήσουμε να προχωρήσουμε πιο κάτω στις ηλικίες, τότε πια τα ελαφρυντικά, φοβάμαι, θα εξαερωθούν εν ριπή οφθαλμού. Κάτι θα ξέρει, σκέφτομαι εκ των υστέρων, η Φραγκουδάκη που καλεί με τόση πίκρα «Ας ξυπνήσουμε οι αθώοι» - κι ας υποχωρεί στο τέλος στο λεωνιδο-κυρκικό «Λαός φονιάδων δεν είμαστε, όχι».
*Η Μαρία Τοπάλη είναι ποιήτρια. Από τις εκδόσεις Οκτώ κυκλοφορεί το τελευταίο βιβλίο της με τίτλο «Ο χορός της μεσαίας τάξης».

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Ένα συγκλονιστικό άρθρο για την Ελλάδα της γαλλικής εφημερίδας Liberation

"Όχι, αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, αν και δραματικό, δεν είναι μια καταστροφή. Είναι επίσης μια ευκαιρία. Γιατί η δύναμη του χρήματος έχει, για πρώτη φορά, υπερβεί με ένταση το ρυθμό της μέχρι τότε σταδιακής, σχολαστικής και προσεκτικά οργανωμένης καταστροφής του δημόσιου συμφέροντος και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και σε μια χώρα τόσο διάσημη για τη φιλοσοφία της ζωής, στον αντίποδα του αγγλοσαξονικού μοντέλου, και διάσημη για την ακούραστη αντίσταση που έχει φέρει στις πολλαπλές μορφές καταπίεσης που προσπάθησαν να τη χαλιναγωγήσουν.
Ο Έλληνας δεν χορεύει και δε θα χορέψει ποτέ στο ένα πόδι, ούτε θα σκύψει δουλικά, ανεξάρτητα από τα καθεστώτα που θέλουν να του επιβάλλουν. Χορεύει με τα χέρια του, σαν να θέλει να πετάξει προς τα αστέρια. Γράφει στους τοίχους αυτό που θα του άρεσε να διαβάσει κάπου αλλού. Καίει μια τράπεζα όταν δεν του αφήνουν πλέον την πολυτέλεια να ψήσει στην παραδοσιακή του ψησταριά. Ο Έλληνας είναι τόσο ζωντανός, όσο η ιδεολογία της απειλής θανάσιμη. Και ο Έλληνας αν και χτυπημένος μέχρι θανάτου, στο τέλος πάντα σηκώνεται.
Ναι, η Ευρώπη της οικονομίας ήθελε να δημιουργήσει ένα παράδειγμα. Αλλά μες τον εκνευρισμό της να χτυπήσει τη χώρα που φαινόταν η πιο αδύναμη στη ευρωζώνη, μέσα στην υπερβολική της βία, η μάσκα της έπεσε. Είναι τώρα περισσότερο από ποτέ, η ώρα να καταδείξουμε το αληθινό της πρόσωπο: αυτό του ολοκληρωτισμού. Γιατί πρόκειται πραγματικά περί αυτού. Και υπάρχει μόνο μία απάντηση στον ολοκληρωτισμό: ο αγώνας, επίμονος και ανυποχώρητος, μέχρι τη μάχη, αν χρειαστεί, καθώς διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη.
Έχουμε έναν κόσμο, μια ζωή, και αξίες να υπερασπιστούμε. Παντού στους δρόμους, είναι τα αδέλφια μας, οι αδελφές μας, τα παιδιά μας, οι γονείς μας, οι οποίοι έχουν πληγεί μπροστά στα μάτια μας, ακόμα και αν είναι μακριά. Πεινάμε, κρυώνουμε και πονάμε μαζί τους. Όλα τα χτυπήματα που δέχονται μας τραυματίζουν εξίσου. Κάθε παιδί στην Ελλάδα που λιποθυμά στο σχολείο του, μας καλεί στην αγανάκτηση και στην εξέγερση.
Για τους Έλληνες, είναι καιρός να πούνε όχι, και, για όλους εμάς, ήρθε ο καιρός να τους υποστηρίξουμε. Επειδή ο ελληνικός λαός σήμερα ηγείται της μάχης κατά του οικονομικού ολοκληρωτισμού, που καταστρέφει παντού τη δημόσια περιουσία, απειλεί την καθημερινή επιβίωση, διαδίδει την απόγνωση, το φόβο και την αποχαύνωση μέσα από έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Πέρα από έναν συναισθηματικό θυμό που εκτονώνεται με την καταστροφή των συμβόλων της καταπίεσης, αναπτύσσει έναν διαυγή θυμό, των αγωνιστών που αρνούνται να στερηθούν την ίδια τους τη ζωή προς όφελος της τραπεζικής μαφίας και της λογικής της, αυτής του "τρελού χρήματος".
Με τις συνελεύσεις της άμεσης δημοκρατίας, το κίνημα της πολιτικής ανυπακοής, το κίνημα "Δεν πληρώνω" και τις πρώτες εμπειρίες της αυτοδιαχείρισης, μια νέα Ελλάδα αναδύεται αυτή τη στιγμή, που απορρίπτει την τυραννία της αγοράς για λογαριασμό των ανθρώπων.
Δεν γνωρίζουμε πόσο καιρό θα πάρει για τους ανθρώπους να ελευθερωθούν από την εθελοντική δουλεία τους, αλλά είναι βέβαιο ότι, αντιμετωπίζοντας τη γελοιότητα της πελατειακής πολιτικής, των διεφθαρμένων δημοκρατιών, τον τραγελαφικό κυνισμό του κράτους των banksters (τραπεζική μαφία), θα έχουμε μόνο την επιλογή -ενάντια σε κάθε εκβιασμό- να διαχειριστούμε τις υποθέσεις μας εμείς οι ίδιοι.
Η Ελλάδα είναι το παρελθόν μας.
Είναι επίσης το μέλλον μας.
 
Ανακαλύψτε την ξανά μαζί της!
 
Το 2012 ας γίνουμε όλοι Έλληνες!"